Κυριακή 12 Σεπτεμβρίου 2021

EkeinoskiEkeini_Thoughts Μικροϊστορίες ΕΚΕΙΝΟΣ #2

 Εκείνος #2

22:00 μμ.

Μόλις επέστρεψε στο σπίτι από τη δουλειά. Ένιωθε κουρέλι. Τελευταία «χτυπούσε» 14ωρα και ούτε λόγος να πληρωθεί τις υπερωρίες. Φοβόταν πως αν μιλούσε θα έχανε τη δουλειά του και τώρα την είχε ανάγκη. Θα έκανε ένα ντουζακι και θα έπεφτε ξερός. Ξαφνικά χτυπάει το τηλέφωνο. Η Άννα! Ωχ! Της είχε υποσχεθεί έξοδο και δεν γινόταν να της το αναβάλει για 2η φορά. Θα του γκρίνιαζε και θα είχε δίκιο. Το σηκώνει.

 «Έλα αγάπη μου! Κατά τι ώρα θα περάσεις να με πάρεις;» τον ρώτησε γεμάτη νάζι και τσαχπινιά. Ήταν, βλέπεις, πολύ γλυκιά και τρυφερή μαζί του κάθε φορά που είχαν σχέδια καλοπέρασης.

«Πού σκέφτεσαι να πάμε απόψε;» τη ρώτησε με όχι τόσο καλή διάθεση.

«Έλεγα να πάμε σε ένα καινούργιο μπαράκι που άνοιξε στην πλατεία. Λένε πως είναι πολύ in, κάνει τέλεια κοκτέιλς και παίζει τα μεγαλύτερα hits της χρονιάς. Τι λες;».

Η αλήθεια είναι ότι σήμερα δεν είχε πολλή όρεξη για δυνατή μουσική και πολυκοσμία. Ήθελε κάτι χαλαρό και ήσυχο. Ένιωθε κουρασμένος βλέπεις. Άσε που είχε πάρει την κάτω βόλτα με το φαγητό και το ποτό και δεν ένιωθε άνετα με τον εαυτό του, ιδίως όταν κυκλοφορούσε την καλοφροντισμένη Άννα με τα μακιγιάζ της και τα κοντά της τα φορέματα. Τους κοιτούσαν τόσο περίεργα, κυρίως Εκείνον, με βλέμμα ειρωνείας που «φώναζε» «Καλά τι του βρήκε και είναι μαζί του;» «Μάλλον λεφτά θα έχει και θα τον υπομένει». Την Άννα την κοιτούσαν με βλέμμα σαγηνευτικό, προκλητικό πολλές φορές, σαν να την έγδυναν με τα μάτια τους, σαν να ήταν τόσο εύκολο να του την κλέψουν από τα χέρια. Κοντοστάθηκε για λίγο μπροστά στον καθρέφτη, κοιτάζοντας το ομοίωμά του. Τελευταία είχε συνηθίσει να βλέπει τον εαυτό του τόσο….παραμελημένο, μα δεν μπορούσε να το χωνέψει. Δεν του άρεζε.

 «Είσαι εκεί;» ήταν η φωνή της Άννας που τον επανέφερε στην πραγματικότητα. «Ναι, συγνώμη. Χάθηκα για μια στιγμή. Η αλήθεια είναι ότι θα προτιμούσα να αράζαμε σπίτι σου με ποπ κορν, μπύρα και ταινία, αν δεν είχες πρόβλημα. Έχει λίγη ώρα που σχόλασα και…». Δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει τη φράση του και ακούει μία εκνευρισμένη φωνή στην άλλη γραμμή

 « Πάλι σπίτι; Τελευταία δεν έχεις ποτέ όρεξη. Θέλω να βγω. Βαρέθηκα όλη μέρα στο σπίτι».

«Εντάξει, έχεις δίκιο. Ετοιμάσου. Σε μια ώρα θα είμαι εκεί», της είπε και έκλεισε το τηλέφωνο.

Τελευταία είχε συνηθίσει να κάνει πράγματα παρά τη θέλησή του. Δεν ήθελε να της χαλάσει χατίρι. Βλέπεις, είχε αυτό το ελάττωμα να μην μπορεί να πει ΟΧΙ. Όχι μόνο στην Άννα. Σε όλους. Στη δουλειά, στην οικογένεια, στη σχέση, παντού και μάλλον αυτό δεν ήταν υπέρ της ψυχικής του υγείας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου